Τις τελευταίες δεκαετίες όπου στην Ελλάδα κυριάρχησε μία συντηρητική εσωστρέφεια, αγνοήθηκε σταδιακά ο οικουμενικός χαρακτήρας του Ελληνισμού. Οι Έλληνες «ξέχασαν» τις ελληνικές κοινότητες ανά τον κόσμο.
Κι αν σε έναν βαθμό είναι γνωστή, η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας, οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης και η Ομογένεια των ΗΠΑ και της Αυστραλίας, τότε η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων αγνοεί την ύπαρξη των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας με την πανάρχαια ιστορία τους, τους Καλάς και άλλες μικρές κοινότητες στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή που έλκουν την καταγωγή τους από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στο κείμενο αυτό, όμως, θα ασχοληθούμε με τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας. Ένα κομμάτι της κοινωνίας της γειτονικής χώρας που είναι αναγνωρισμένο ως μειονότητα. Που έλκει την καταγωγή του στους πρώτους αποικισμούς του 8ου π.Χ αιώνα, που επιβίωσε της ρωμαϊκής κατοχής και μπολιάστηκε με μετανάστες από την ηπειρωτική Ελλάδα της βυζαντινής και της οθωμανικής εποχής.
Η γέννηση της Μεγάλης Ελλάδας
Η ιταλική χερσόνησος νότια της Νάπολης, συμπεριλαμβανομένων των ακτών της Καλαβρίας, της Λουκάνιας, της Απουλίας, της Καμπανίας και της Σικελίας αποικήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες με τις μεταναστεύσεις της παλιάς Ελληνικής Διασποράς που σημειώθηκαν κατά τον 8ο αιώνα π.Χ.
Οι ελληνικοί οικισμοί ήταν τόσο πυκνοί στη Νότια Ιταλία που κατά την Κλασική Περίοδο η περιοχή ονομάστηκε από τους Ρωμαίους που ήρθαν σε επαφή με τον Ελληνισμό, «Magna Graecia», η γνωστή Μεγάλη Ελλάδα. Οι Έλληνες συνέχισαν να μεταναστεύουν στις συγκεκριμένες περιοχές σε πολλά κύματα από την αρχαιότητα μέχρι τις βυζαντινές μεταναστεύσεις του 15ου αιώνα, κυρίως μετά την περίοδο των Οθωμανικών κατακτήσεων.
Μέχρι σήμερα, στις περιοχές της Καλαβρίας και στην Απουλία, στη χερσόνησο του Σαλέντο, στην παλιά περιοχή της «Magna Graecia» στη Νότια Ιταλία, υπάρχει μια εθνική μειονότητα, γνωστή με την ονομασία «Γρίκοι» ή «Γραίκοι» ή «Γραικάνοι».
Σήμερα ο Ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας υπολογίζεται σε περίπου 80.000 ψυχές οι οποίες έχουν πλήρη γνώση της καταγωγής τους και αποζητούν επαφή με την μητροπολιτική Ελλάδα προκειμένου να μην αφομοιωθούν στην ιταλική κοινωνία και εξαφανιστούν.
Νόμος της ιταλικής κυβέρνησης το 1999 αναγνώρισε επισήμως τη Γραικανική κοινότητα του Σαλέντου και της Καλαβρίας ως «ελληνική εθνική και γλωσσική μειονότητα». Η απόφαση αυτή ήταν ιδιαίτερη κρίσιμη για την διάσωση της διαλέκτου, αφού με την πάροδο του χρόνου είχε αρχίσει να εξαφανίζεται.
Γραικανικά: Η ελληνική γλώσσα τους
Η γλώσσα που χρησιμοποιούν ακόμα στα χωριά αυτά είναι γνωστή ως Κατωιταλική διάλεκτος ή Γραικανικά, με τους ομιλητές της να την αποκαλούν Γκρίκο. Αναφορικά με την προελευσή της υπάρχουν δύο θεωρίες.
Η πρώτη θεωρία του Μorosi, αλλά και άλλων Ιταλών γλωσσολόγων, θέλει τα Γκρίκο να προέρχονται από την γλώσσα των Βυζαντινών εποίκων του 9ου αιώνα. Η δεύτερη και επικρατέστερη είναι αυτή του Γερμανού γλωσσολόγου Gerhard Rohlfs, η οποία υποστηρίζεται και από Έλληνες γλωσσολόγους, κατά την οποία η Κατωιταλική διάλεκτος αποτελεί εξέλιξη της γλώσσας των Αρχαίων Ελλήνων, γεγονός που γίνεται φανερό μέσω των πολλών δωρισμών που την χαρακτηρίζουν.
Παραδείγματος χάριν οι Γκρίκοι αντί να χρησιμοποιήσουν την λέξη πηγάδι θα έλεγαν το φρέαρ. Χαρακτηριστική είναι επίσης και η παροιμιακή φράση “Τις φαίνει νιφτού ε κ-κάν-νει μάτι”, όπως θα έλεγαν εκείνοι, το οποίο σημαίνει «Όποιος υφαίνει τη νύχτα δεν κάνει πουκάμισο». Στα Γκρίκο η λέξη μάτι δεν έχει φυσικά τη σημασία του οφθαλμού, αλλά προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ἱμάτιον, που ήταν ένδυμα.
Στις συγκεκριμένες περιοχές εξ άλλου, είναι αποσπασμένοι Έλληνες εκπαιδευτικοί στα ελληνόφωνα σχολεία, ο αριθμός των οποίων όμως ολοένα και μειώνεται λόγω οικονομικών περικοπών.
Η εθνική αφύπνιση των Γρίκο
Κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα η χρήση της συγκεκριμένης γλώσσας θεωρήθηκε, ακόμη και από τους ίδιους τους Γραικανούς, σύμβολο οπισθοδρόμησης και εμπόδιο στην εξέλιξη και πρόοδό τους, γι αυτό και οι γονείς άρχισαν να αποθαρρύνουν τα παιδιά τους να μιλούν την διάλεκτο, ενώ οι μαθητές που μιλούσαν την συγκεκριμένη γλώσσα στο σχολείο τιμωρούνταν.
Η εθνική αφύπνιση των Γραικανών ξεκίνησε στην Γκρέτσια Σαλεντίνα μέσω των έντονων προσπαθειών του Vito Domenico Palumbo (1857–1918), ενός κατοίκου της πόλης Calimera. Ο Palumbo ήταν εκείνος που ξεκίνησε την αποκατάσταση των πολιτιστικών επαφών με την ηπειρωτική Ελλάδα, μελετώντας τη λαογραφία, τη μυθολογία και την μουσική των Γρίκων της Μεγάλης Ελλάδας. Η αναζωογόνηση της προσοχής στα ήθη, τις παραδόσεις και την γλώσσα των Γρίκων οφείλεται, επίσης, στον Γερμανό γλωσσολόγο και φιλόλογο Gerhard Rohlfs, το πρωτοποριακό έργο του οποίου συνέβαλε στην τεκμηρίωση και την διατήρηση των Γραικανικών.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, παρά τις δυσκολίες και αντιξοότητες που είχε να αντιμετωπίσει κατά καιρούς η μικρή αυτή ελληνική μειονότητα στην Ιταλία -κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρήθηκαν έντονες προσπάθειες ιταλοποίησης του ελληνικού στοιχείου με την νέα γενιά, πλέον, να μην γνωρίζει καθόλου την συγκεκριμένη διάλεκτο- τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια νέα πολιτιστική ακμή μέσω, κυρίως, της μουσικής.
Όπως συχνά δηλώνουν μέλη γραικανικής κοινότητας, οι ίδιοι θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες στην ψυχή και Ιταλούς μόνον στα χαρτιά. Πιστεύουν ότι είναι απόγονοι του Λυσία, του Αριστοτέλη και όλων των αρχαίων Ελλήνων, κληρονόμοι της κλασικής παιδείας και νόησης. Θεωρούν την Ελλάδα ως την πατρίδα, την ψυχή και μητέρα τους, ως γη ιερή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΕ ΕΝΑ ΟΝΟΜΑ Η ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ.