Είναι ο Τραμπ πράκτορας των Κινέζων και Ρώσων;


 

5 Ιουνίου 2025 

Ο Ντόναλντ Τραμπ υπήρξε μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής τα τελευταία χρόνια. Η άνοδός του στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών το 2016 σηματοδότησε μια σαφή απομάκρυνση από τις παραδοσιακές αρχές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Η ρητορική του, η απρόβλεπτη στάση του απέναντι σε παραδοσιακούς συμμάχους, καθώς και η εμφανής του συμπάθεια προς αυταρχικούς ηγέτες όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Σι Τζινπίνγκ, προκάλεσαν κύματα ανησυχίας στην Ουάσιγκτον και πέρα από αυτή.



Από τις πρώτες ημέρες της προεκλογικής του καμπάνιας, ο Τραμπ βρέθηκε στο επίκεντρο ερευνών, υπονοιών και καταγγελιών περί "σχέσεων" με το Κρεμλίνο. Η υπόθεση "RussiaGate", η οποία κατέληξε στην πολυσυζητημένη έρευνα του ειδικού εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ, αποτέλεσε την πρώτη οργανωμένη απόπειρα να απαντηθεί το ερώτημα: Ενέργησε ποτέ ο Ντόναλντ Τραμπ – εσκεμμένα ή μη – υπέρ των γεωπολιτικών συμφερόντων ξένων δυνάμεων;

Το ερώτημα αυτό παραμένει ζωντανό μέχρι και σήμερα, με νέες παραμέτρους να προστίθενται διαρκώς, όπως η Κίνα, οι οικονομικές σχέσεις της οικογένειας Τραμπ στην Ασία, και ο ρόλος των αμερικανικών θεσμών στην αντιμετώπιση αυτών των υπονοιών.


---

1. Η Ρωσία και η Προεκλογική Εκστρατεία του 2016

Η πρώτη σοβαρή σκιά στις σχέσεις Τραμπ-Ρωσίας εμφανίστηκε κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2016. Ήδη από το 2015, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν εντοπίσει δραστηριότητες ρωσικών χάκερ και bots που φαίνεται να στόχευαν στη χειραγώγηση της αμερικανικής κοινής γνώμης. Τα ευρήματα αυτά οδήγησαν στην έναρξη της έρευνας του FBI και, αργότερα, στην ανάθεση της υπόθεσης στον ειδικό εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ.

Η έρευνα Μιούλερ είχε ως στόχο να εξετάσει δύο βασικά ερωτήματα:

1. Παρενέβη η Ρωσία στις εκλογές του 2016;


2. Συνεργάστηκε ή συνεννοήθηκε η εκστρατεία Τραμπ με το Κρεμλίνο;



Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα ήταν καταφατική: Οι ρωσικές αρχές, μέσω της υπηρεσίας GRU και του "Internet Research Agency" της Αγίας Πετρούπολης, υλοποίησαν μια συντονισμένη προσπάθεια για να επηρεάσουν το αποτέλεσμα των εκλογών υπέρ του Τραμπ. Αυτό περιλάμβανε επιθέσεις hacking κατά του Δημοκρατικού Κόμματος, διαρροή e-mails μέσω του WikiLeaks και μαζική παραπληροφόρηση στα κοινωνικά δίκτυα.

Στο δεύτερο ερώτημα, η απάντηση του Μιούλερ ήταν πιο περίπλοκη. Παρότι η έκθεσή του κατέγραψε δεκάδες επαφές της εκστρατείας Τραμπ με Ρώσους πολίτες ή αξιωματούχους, δεν κατέληξε σε απόδειξη «εγκληματικής συνωμοσίας». Ωστόσο, η έρευνα υπογράμμισε πως υπήρξε έντονο ενδιαφέρον και από τις δύο πλευρές για επικοινωνία, και έθεσε σοβαρά ερωτήματα για την ηθική και τη διαφάνεια της καμπάνιας του Τραμπ.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια της περιόδου ήταν η συνάντηση στον Πύργο Τραμπ το 2016, ανάμεσα σε συνεργάτες του Τραμπ και Ρωσίδα δικηγόρο με υποσχέσεις για επιβαρυντικά στοιχεία κατά της Χίλαρι Κλίντον. Παρά τους ισχυρισμούς των παρευρισκόμενων ότι δεν προέκυψε κάτι ουσιαστικό, η συνάντηση αυτή παρέμεινε ένα συμβολικό σημείο των υπονοιών περί "collusion".

Κατηγορίες Συνεργασίας με τη Ρωσία

Οι κατηγορίες περί συνεργασίας της καμπάνιας Τραμπ με τη ρωσική κυβέρνηση δεν βασίστηκαν μόνο στην κρατική παρέμβαση μέσω κυβερνοεπιθέσεων και social media, αλλά και σε μια σειρά επαφών και σχέσεων που καταγράφηκαν μεταξύ συνεργατών του Τραμπ και Ρώσων αξιωματούχων ή επιχειρηματιών. Αν και ουδέποτε απεδείχθη επίσημη συνεργασία βάσει των νομικών ορισμών, η έκταση και η φύση των επαφών αυτών παραμένουν πηγή σοβαρών ερωτημάτων.

Ο Paul Manafort και τα ρωσικά συμφέροντα

Μια από τις πιο αμφιλεγόμενες φιγούρες υπήρξε ο Πολ Μάναφορτ, πρώην επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ. Ο Μάναφορτ είχε μακροχρόνιες σχέσεις με φιλορωσικά καθεστώτα στην Ουκρανία, κυρίως με τον Βίκτορ Γιανουκόβιτς, τον οποίο είχε συμβουλεύσει επί σειρά ετών. Η εμπλοκή του σε υποθέσεις μαύρου χρήματος και η αποδεδειγμένη μεταφορά απόρρητων εσωτερικών στοιχείων της καμπάνιας Τραμπ σε Ρώσο επιχειρηματία με δεσμούς με τις μυστικές υπηρεσίες προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.

Ο Μάναφορτ καταδικάστηκε τελικά για οικονομικά εγκλήματα, αλλά όχι για κατασκοπεία ή συνωμοσία με τη Ρωσία. Παρ’ όλα αυτά, η σύνδεσή του με πρόσωπα του ρωσικού μηχανισμού εξουσίας και η θέση εμπιστοσύνης που κατείχε στην εκστρατεία Τραμπ δημιούργησαν βάσιμες υπόνοιες για την ύπαρξη πολιτικής αλληλεξάρτησης.

Trump Tower Moscow: Το πρότζεκτ που δεν πέθανε ποτέ


Ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια στην υπόθεση αποτέλεσε το σχέδιο για την κατασκευή του "Trump Tower Moscow", ενός ουρανοξύστη πολυτελείας που σχεδιαζόταν να υλοποιηθεί στην καρδιά της ρωσικής πρωτεύουσας. Αν και αρχικά ο Τραμπ είχε δηλώσει ότι το σχέδιο αυτό είχε εγκαταλειφθεί πριν τις εκλογές, αποκαλύφθηκε αργότερα ότι διαπραγματεύσεις γίνονταν μέχρι και το 2016, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας.

Ο δικηγόρος του Τραμπ, Μάικλ Κοέν, παραδέχθηκε ότι είχε ψευδομαρτυρήσει ενώπιον του Κογκρέσου για το χρονικό πλαίσιο αυτών των διαπραγματεύσεων. Η υπόθεση εγείρει ερωτήματα για το κατά πόσον ο υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ διατηρούσε οικονομικά συμφέροντα σε χώρα με την οποία οι ΗΠΑ διατηρούσαν τεταμένες σχέσεις, και αν αυτά τα συμφέροντα επηρέασαν τη στάση του απέναντι στη Μόσχα.

Σχέσεις κορυφής: Τραμπ και Πούτιν

Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, ο Τραμπ επέδειξε μια εξαιρετικά επιφυλακτική – αν όχι θετική – στάση απέναντι στον Βλαντίμιρ Πούτιν. Σε σειρά συνεντεύξεων και κοινών εμφανίσεων, αρνήθηκε να καταδικάσει ξεκάθαρα τις ρωσικές παρεμβάσεις στις εκλογές, ακόμη και όταν οι ίδιες οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών είχαν παρουσιάσει αποδείξεις.

Η πιο χαρακτηριστική στιγμή ήρθε το 2018 στο Ελσίνκι, όταν κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Πούτιν, ο Τραμπ δήλωσε ότι "ο Πούτιν ήταν πολύ πειστικός στην άρνησή του" και άφησε να εννοηθεί ότι εμπιστεύεται περισσότερο τον Ρώσο πρόεδρο απ’ ό,τι τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Η δήλωση αυτή προκάλεσε σοκ σε πολιτικούς αναλυτές και μέλη του Κογκρέσου, ενώ χαρακτηρίστηκε από αρκετούς ως «πράξη υποτέλειας»

Παρά τις υπόνοιες, η δικαιοσύνη των ΗΠΑ απέφυγε να χαρακτηρίσει τον Τραμπ "πράκτορα" ή να του προσάψει προδοσία. Ωστόσο, το FBI άνοιξε ανεπίσημη έρευνα για το κατά πόσον ο Τραμπ θα μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο επιρροής από τη Ρωσία — ένα πρωτοφανές γεγονός στην ιστορία της αμερικανικής προεδρίας.


Ο πρώην διευθυντής του FBI, Άντριου Μακέιμπ, δήλωσε δημόσια ότι υπήρχαν λόγοι να πιστεύουν ότι ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ μπορεί να ενεργούσε εν γνώσει ή εν αγνοία του υπέρ των ρωσικών συμφερόντων. Παρότι η έρευνα αυτή δεν κατέληξε ποτέ σε επίσημη δίωξη, προσέθεσε ένα ακόμα κεφάλαιο αβεβαιότητας και δυσπιστίας στο εσωτερικό της χώρας.

 

ΚΙΝΑ


Ενώ η Ρωσία αποτέλεσε τον κύριο αποδέκτη των κατηγοριών περί ανάμειξης στις εκλογές του 2016, η Κίνα βρέθηκε στο επίκεντρο υποψιών διαφορετικής φύσης: λιγότερο κατασκοπευτικής, περισσότερο οικονομικής και γεωπολιτικής. Η σχέση του Ντόναλντ Τραμπ με την Κίνα, σε αντίθεση με εκείνη με τη Ρωσία, ήταν ανοιχτά συγκρουσιακή στην ρητορική αλλά συχνά αμφιλεγόμενη στη πράξη — προκαλώντας απορίες για το κατά πόσον οι προσωπικές και οικογενειακές επιχειρηματικές του δραστηριότητες επηρέαζαν τις αποφάσεις του.



Ο Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη με βασικό αφήγημα την «προστασία των αμερικανικών θέσεων εργασίας» και την αντιμετώπιση της "εκμετάλλευσης" των ΗΠΑ από την Κίνα. Το 2018, ξεκίνησε έναν ευρείας κλίμακας εμπορικό πόλεμο κατά του Πεκίνου, επιβάλλοντας δασμούς σε κινεζικά προϊόντα αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η απάντηση της Κίνας υπήρξε ανάλογη, πλήττοντας ιδιαίτερα Αμερικανούς αγρότες και εξαγωγείς.

Ωστόσο, η στάση του Τραμπ δεν ήταν σταθερή. Τη μία ημέρα δήλωνε ότι η Κίνα "κλέβει τη βιομηχανία μας", και την επόμενη επαινούσε τον Σι Τζινπίνγκ ως "σπουδαίο ηγέτη και φίλο". Οι αλλεπάλληλες μεταβολές στους δασμούς και η ασαφής στρατηγική οδήγησαν σε χάος τις διεθνείς αγορές και προκάλεσαν αμφισβήτηση ως προς την πραγματική στόχευση της πολιτικής του.


Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα θέματα ήταν οι εμπορικές σχέσεις της οικογένειας Τραμπ με την Κίνα, ιδιαίτερα μέσω της Ivanka Trump, κόρης και συμβούλου του προέδρου. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τραμπ, το κινεζικό κράτος ενέκρινε τουλάχιστον 41 νέα εμπορικά σήματα στην Ivanka και την ομώνυμη εταιρεία της — γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση οργανισμών διαφάνειας και watchdogs.

Παρά το γεγονός ότι η ίδια υποστήριξε πως αποστασιοποιήθηκε από τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες, οι χρονικές συμπτώσεις μεταξύ εγκρίσεων στην Κίνα και διπλωματικών κινήσεων του Λευκού Οίκου προς το Πεκίνο δημιούργησαν υποψίες για αθέμιτες ανταλλαγές.


Αντίστοιχα, η εταιρεία Trump Organization είχε κατά καιρούς επιδιώξει συνεργασίες στην ασιατική αγορά, περιλαμβανομένων συμφωνιών με επιχειρηματίες προσκείμενους στο κινεζικό κράτος. Αν και δεν υπήρξε απτή απόδειξη για ευθεία εξάρτηση ή χρηματοδότηση από κινεζικά συμφέροντα, τα όρια ανάμεσα στην ιδιωτική και την πολιτική σφαίρα υπήρξαν θολά."

Η πανδημία του κορωνοϊού αποτέλεσε καταλύτη για τη ρητορική Τραμπ κατά της Κίνας. Από το 2020, ο τότε πρόεδρος άρχισε να κατηγορεί δημόσια το Πεκίνο για συγκάλυψη του ιού, ενώ χρησιμοποίησε όρους όπως "Κινεζικός Ιός" (Chinese Virus), προκαλώντας διεθνείς αντιδράσεις και αύξηση των φαινομένων ρατσισμού εντός ΗΠΑ.

Ωστόσο, παρά την επιθετική ρητορική, ο Τραμπ απέφυγε να λάβει συγκεκριμένα μέτρα κατά κινεζικών εταιρειών όπως η Huawei ή η TikTok, πέρα από σποραδικά εκτελεστικά διατάγματα που έμεναν συχνά ανενεργά. Αντιθέτως, διαπραγματεύτηκε με την Κίνα μια «εμπορική συμφωνία φάσης 1» που προέβλεπε αύξηση εισαγωγών αμερικανικών προϊόντων — η οποία τελικά δεν υλοποιήθηκε πλήρως από το Πεκίνο.

Η αντίφαση ανάμεσα στις πράξεις και τα λόγια του Τραμπ αποτέλεσε αντικείμενο έντονης κριτικής. Πολιτικοί του αντίπαλοι υποστήριξαν ότι ο πρόεδρος χρησιμοποιούσε την Κίνα ως "φόβητρο" για εσωτερική πολιτική κατανάλωση, ενώ στην πράξη δεν είχε συγκροτημένη στρατηγική αντιμετώπισής της.

Οι κατηγορίες περί κινεζικής επιρροής στις εκλογές


Κατά την προεκλογική περίοδο του 2020, ο Τραμπ και ο Μάικ Πομπέο, τότε υπουργός Εξωτερικών, δήλωσαν επανειλημμένα ότι η Κίνα "επιθυμεί την ήττα του Τραμπ και προτιμά τον Μπάιντεν". Παρά τις δηλώσεις αυτές, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών ουδέποτε παρουσίασαν σαφείς αποδείξεις για κινεζική χειραγώγηση υπέρ κάποιου υποψηφίου. Σε αντίθεση με τη Ρωσία, η Κίνα προτίμησε πιο διακριτική στάση στα εσωτερικά των ΗΠΑ.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε ερωτήματα για το κατά πόσον οι κατηγορίες ήταν πραγματικές ή απλώς μέρος μιας στρατηγικής αποπροσανατολισμού. Εν ολίγοις, δεν υπήρξε καμία επίσημη έρευνα που να υποδεικνύει ότι η Κίνα επηρέασε άμεσα ή έμμεσα την καμπάνια Τραμπ ή ότι είχε σχέδιο συνεργασίας με αυτήν.


Η ιδέα ότι ο Ντόναλντ Τραμπ λειτουργούσε – εν γνώσει του ή όχι – ως πιόνι ή ακόμα και ως πράκτορας ξένων δυνάμεων, μπορεί να ακούγεται στα όρια της φαντασίας. Ωστόσο, η συνύπαρξη πραγματικών επαφών, ασαφούς πολιτικής και επιχειρηματικών συμφερόντων δημιούργησε ένα περιβάλλον όπου τέτοιες κατηγορίες όχι μόνο εκτοξεύθηκαν, αλλά και βρήκαν απήχηση.

Ο «Χρήσιμος Ηλίθιος» ή ο Διπλός Παίκτης;


Ο όρος "χρήσιμος ηλίθιος" (useful idiot), ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από αναλυτές και πρώην στελέχη της CIA, υποδηλώνει ένα πρόσωπο που – χωρίς να το αντιλαμβάνεται – εξυπηρετεί τα συμφέροντα μιας ξένης δύναμης. Σε αυτό το πλαίσιο, αρκετοί υποστήριξαν ότι ο Τραμπ δεν ήταν πράκτορας υπό την κλασική έννοια, αλλά λειτουργούσε ασυνείδητα προς όφελος της Μόσχας ή του Πεκίνου, εξαιτίας της πολιτικής του απειρίας, της φιλαυτίας και των οικονομικών του κινήτρων.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και πιο σκοτεινές υποψίες: ότι ορισμένες από τις κινήσεις του ήταν ενσυνείδητες, με στόχο την αμοιβαία εξυπηρέτηση συμφερόντων – δικών του και αυτών αυταρχικών καθεστώτων. Αυτές οι υποψίες βασίζονται περισσότερο σε εικασίες, παρά σε αποδείξεις, και γι’ αυτό παραμένουν στο πεδίο της πολιτικής σύγκρουσης παρά της ποινικής δικαιοσύνης

Η θητεία Τραμπ σημαδεύτηκε από έναν άνευ προηγουμένου πόλεμο πληροφοριών. Ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος υιοθέτησε και ενίσχυσε πλήθος θεωριών συνωμοσίας: από τις κατηγορίες περί «βαθέος κράτους» μέχρι τους ισχυρισμούς περί νοθείας στις εκλογές του 2020. Παράλληλα, οι πολιτικοί του αντίπαλοι – με επίκεντρο το στρατόπεδο των Δημοκρατικών – προώθησαν την ιδέα ότι ο Τραμπ αποτελεί μαριονέτα ξένων δυνάμεων, ενίοτε χωρίς επαρκή τεκμηρίωση.

Η πολωμένη αυτή κατάσταση δημιούργησε ένα επικίνδυνο περιβάλλον για τη δημόσια σφαίρα. Οποιαδήποτε πληροφορία μπορούσε να μετατραπεί σε όπλο προπαγάνδας. Τα πραγματικά περιστατικά, οι έρευνες και οι αποκαλύψεις αναμείχθηκαν με αβάσιμους ισχυρισμούς, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της ίδιας της έννοιας της αλήθειας.

Η έκθεση Mueller: Διαπιστώσεις χωρίς καταδίκη


Το πιο κεντρικό ντοκουμέντο για την υπόθεση «Ρωσία-Τραμπ» υπήρξε η έκθεση Mueller, αποτέλεσμα πολύμηνης έρευνας του ειδικού εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ. Η έκθεση, παρότι δεν απήγγειλε κατηγορίες κατά του Τραμπ για σύμπραξη ή συνωμοσία με τη Ρωσία, κατέγραψε τουλάχιστον 10 πιθανά περιστατικά παρεμπόδισης της Δικαιοσύνης από τον τότε πρόεδρο.

Η Μιούλερ κατέληξε στο εξής διφορούμενο συμπέρασμα: δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να στοιχειοθετηθεί κατηγορία, αλλά ούτε και πλήρης απαλλαγή. Η διατύπωση αυτή επέτρεψε σε κάθε πλευρά να δώσει τη δική της ερμηνεία: οι Ρεπουμπλικανοί μίλησαν για «αθώωση», ενώ οι Δημοκρατικοί για «συγκαλυμμένη ενοχή».

Οι αποκαλύψεις των τελευταίων ετών φανέρωσαν κάτι βαθύτερο: ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πια αδιαπέραστες από τις υβριδικές επιχειρήσεις ξένων δυνάμεων. Είτε μέσω κυβερνοεπιθέσεων, είτε μέσω οικονομικών σχέσεων, είτε με εκμετάλλευση των κοινωνικών διαιρέσεων, κράτη όπως η Ρωσία και η Κίνα επιχειρούν – επιτυχώς ή μη – να επηρεάσουν την πορεία της αμερικανικής δημοκρατίας.

Ο Τραμπ δεν είναι απαραίτητα ο μοναδικός ή κύριος παράγοντας αυτής της δυναμικής. Αλλά η εκλογή και η θητεία του αποδείχθηκαν εξαιρετικά ευνοϊκές για να εκτεθούν οι αδυναμίες ενός συστήματος που, επί δεκαετίες, θεώρησε εαυτόν άτρωτο.

Σχόλια