Η στρατιωτική κατάσταση των αντιπάλων στην Λιβύη - οι Τουρκμενοι μισθοφόροι έτοιμοι να την κοπανησουν στη Ευρώπη


doureios.com

Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Η εκεχειρία που επικρατεί προς ώρας στην Λιβύη, επιτρέπει μια προσέγγιση των δύο αντιπάλων, του Λιβυκού Εθνικού Στρατού (LNA) υπό τον στρατάρχη Χαφτάρ που αποτελεί τον ένοπλο κλάδο του κυβερνητικού πόλου που εκφράζει η Βουλή της Λιβύης με έδρα το Τομπρούκ και τον στρατό της Κυβερνήσεως Εθνικής Συμφωνίας (GNA) του αλ Σαράτζ που προέκυψε στις αρχές του 2016 με την αναγνώριση των Ηνωμένων Εθνών και εδρεύει στην Τρίπολη. Παρά κάποια αρχική συνεργασία, τα δύο ανταγωνιστικά κυβερνητικά σχήματα βρίσκονται σε ανοικτή σύγκρουση από το καλοκαίρι του 2016 και μέχρι σήμερα ο LNA έχει καταφέρει να ελέγξει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, περιορίζοντας εκ των πραγμάτων την εξουσία της GNA στην Τρίπολη.

ΠΗΓΉhttps://doureios.com/i-stratiotiki-katastasi-ton-antipalon-stin-livii/
Αμφότερα τα ένοπλα σώματα των αντιμαχομένων, προέρχονται από τα απομεινάρια του Λιβυκού Στρατού που έπαυσε να υφίσταται το 2011 με τον θάνατο του Καντάφι. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται καν για απομεινάρια αλλά για την “σκιά” του Λιβυκού Στρατού, καθώς τόσο ο LNA όσο και ο GNA στηρίζονται κατά βάση σε σώματα οργανωμένων πολιτοφυλακών (militias) δηλαδή απλώς ελαφρώς οπλισμένων ανδρών με αμφίβολη εκπαίδευση, πειθαρχία και αποτελεσματικότητα. Ο LNA όμως, είναι σαφώς ισχυρότερος αριθμητικώς και με κάποιον αριθμό “τακτικών” μονάδων στο δυναμικό του, με φυσιολογικό αποτέλεσμα την υπερίσχυση έναντι του GNA.

Ωστόσο, εάν δει κανείς την πρόοδο των επιχειρήσεων από πλευράς ρυθμού, βλέπει ότι από το 2014 που ξεκίνησε ο “δεύτερος Λιβυκός εμφύλιος”, αλλά από το 2016 επί της ουσίας, οι επιτυχίες του LNA στο πεδίο της μάχης ήταν αργές. Παρομοίως, μετά την τελευταία ευρεία επίθεση της 4ης Απριλίου 2019, ενώ πολύ σύντομα οι δυνάμεις του LNA είχαν προωθηθεί στα περίχωρα της Τριπόλεως με μία αιχμή από νότο να φθάνει μέχρι και 10 χλμ. περίπου από τα παράλια, έκτοτε μικρά εδαφικά κέρδη έχουν εξασφαλισθεί στις διάφορες μάχες και αψιμαχίες με τους αντιπάλους. Λίγες ημέρες πριν την εκπνοή του 2019, ο LNA κατάφερε να προωθήσει την αιχμή του άξονος προελάσεώς του προς τον λιμένα της Τριπόλεως, φθάνοντας μέχρι και 5 χλμ. περίπου από τις ακτές. Ωστόσο, εκεί φαίνεται ότι εξαντλήθηκε η δυναμική του.
Στις 6 Ιανουαρίου 2020, νέα επίθεση του LNA εκδηλώθηκε ανατολικότερα, στην Σύρτη, και μέσα σε μερικές ημέρες κατάφερε προωθούμενος στην παράκτια λωρίδα να φθάσει περί τα 50 χλμ. από την Μιζράτα, η οποία απέχει 200 χλμ. από την Τρίπολη. Η εξέλιξη αυτή φανέρωνε ότι ο LNA βρισκόταν και πάλι σε τέλμα στην Τρίπολη και με την εμπλοκή κάποιων “φρέσκων” δυνάμεων, επιχειρήθηκε να απειληθεί η Μιζράτα, που θεωρείται παραδοσιακώς το κέντρο της τουρκικής επιρροής στην Λιβύη.
Στην κατάσταση αυτή, το μέτωπο “σταθεροποιήθηκε” μέχρι να συμφωνηθεί εκεχειρία για την διάσκεψη του Βερολίνου στις 19 Ιανουαρίου 2020.
Στο μεταξύ όμως, από τον περασμένο Δεκέμβριο, η κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται στο ισοζύγιο ισχύος των αντιμαχόμενων. Από τον Απρίλιο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Τουρκία, αναμείχθηκαν αναπτύσσοντας δυνάμεις στην Λιβύη, στην μορφή συστημάτων UAV με επιθετικές ικανότητες, που σε έναν βαθμό υποκατέστησαν την αεροπορική ισχύ και είχαν ορισμένα εντυπωσιακά αποτελέσματα. Απεστάλησαν επίσης ορισμένα θωρακισμένα οχήματα.
Τον Δεκέμβριο, αφού υπέγραψε με τον Σαράτζ συμφωνίες στρατηγικής σημασίας για τα ζωτικά της συμφέροντα, η Τουρκία αναμείχθηκε εντονότερα και άρχισε η αποστολή στρατολογημένων Σύρων, κατά βάση Τουρκμένων που ως μισθοφορικό σώμα ενίσχυσε τον κλονισμένο GNA. Οι Τούρκοι εφήρμοσαν την πετυχημένη συνταγή που εγκαινίασαν στο Αφγανιστάν οι Αμερικανοί, με μικρές ομάδες Ειδικών Δυνάμεων, υποβοηθουμένων από συντριπτική αεροπορική υποστήριξη, προς ανατροπή αντιπάλων ενόπλων – ανταρτικών δυνάμεων. Αυτό έπραξαν οι Τούρκοι και στις επιχειρήσεις στην Συρία, με την διαφορά ότι στην Λιβύη προηγήθηκε η αποστολή των στρατολογημένων Τουρκμένων ούτως ώστε να δημιουργηθεί ένας κρίσιμος “όγκος” δυνάμεων επιτόπου και μετά τις 2 Ιανουαρίου 2020 που η τουρκική Βουλή ψήφισε την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων, άρχισε η ανάπτυξη από αέρος εξειδικευμένων τμημάτων υποστηρίξεως.
Έχοντας επικεφαλής αντιστράτηγο, η τουρκική στρατιωτική αποστολή στην Λιβύη, φαίνεται ότι εγκαθιστά την βάση της, το Κέντρο Επιχειρήσεων, στο αεροδρόμιο Μιτιγκά της Τριπόλεως. Όπως ισχύει σε αυτές τις περιπτώσεις, ένα τμήμα Ειδικών Δυνάμεων αναλαμβάνει την ασφάλεια του Στρατηγείου ενώ υποστηρικτικώς τμήματα διαδραματίζουν ρόλο εκπαιδευτών των Τουρκμένων και των Λιβύων του GNA, άλλα εξασφάλισαν Επικοινωνίες και ικανότητα Ηλεκτρονικού Πολέμου ενώ στην συνέχεια αναπτύχθηκαν στοιχεία αντιαεροπορικής αμύνης για την αεράμυνα του αεροδρομίου. Επόμενη ενίσχυση αναμένεται να είναι η αποστολή βαρέων στοιχείων όλμων και πυροβολικού για εξασφάλιση οργανικής υποστηρίξεως, που θα επιτρέψει προσβολές ακρίβειας και συντριπτικό πυρ εναντίον των εχθρικών δυνάμεων για προπαρασκευή αντεπιθέσεων.
Όλα δείχνουν ότι με τον κύριο όγκο των Τουρκμένων που μεταφέρθηκαν (κατ΄ εκτίμηση 2.000 μέχρι σήμερα) εξασφαλίζεται η ευρύτερη περίμετρος του αεροδρομίου Μιτιγκά και δευτερευόντως του λιμένος Τριπόλεως. Επιδίωξη είναι η διατήρηση του “προγεφυρώματος” Τριπόλεως, ούτως ώστε σε κατάλληλο χρόνο να αφιχθούν ισχυρότερες τακτικές τουρκικές δυνάμεις, είτε διά θαλάσσης είτε από αέρος.
Σε κάθε περίπτωση, οι χειρισμοί Χαφτάρ κατά την συνάντηση στην Μόσχα, προμηνύουν ότι επιδιώκει να κερδίσει χρόνο ώστε να συγκεντρώσει δυνάμεις για μια νέα “τελική” επίθεση. Ως Άραβας στρατιωτικός και όχι τυπικός πολιτικός, είναι φυσικό να διέπεται από την αντίληψη ότι όταν κερδίζεις στο πεδίο της μάχης και απέχεις “ένα βήμα” από την απόλυτη επικράτηση, δεν “υποκύπτεις” τόσο απλά σε πολιτικοδιπλωματικούς συμβιβασμούς. Υπό το πρίσμα αυτό, η συνδιάσκεψη του Βερολίνου γίνεται αντιληπτή από τον Χαφτάρ ως “παγίδα” και το πιθανότερο είναι να μην οδηγήσει σε κάτι ουσιαστικό.
Γι’ αυτό τον λόγο η Τουρκία σπεύδει να ενισχύσει το αποτύπωμα των στρατιωτικών της δυνάμεων στην Τρίπολη. Προφανώς ο Ερντογάν δεν έχει προχωρήσει ακόμη στην ανάπτυξη μεγάλων τακτικών δυνάμεων λόγω πιέσεων της Μόσχας, η οποία έχει μεταφέρει το μήνυμα ότι κάτι τέτοιο θα ωθούσε την Αίγυπτο να επέμβει και η ίδια, με είσοδο δικών της τακτικών δυνάμεων στο πλευρό του Χαφτάρ.
Πόσο εύκολο όμως, είναι για τον LNA, να καταλάβει την Τρίπολη; Η εκτίμηση που κυκλοφορεί ευρέως είναι ότι αυτό είναι αδύνατο, επειδή πρόκειται για ένα μεγάλο αστικό κέντρο με ευάριθμο πληθυσμό ενώ υποτίθεται ότι η πόλη είναι “σκαμμένη” με καταφύγια από την εποχή του Καντάφι. Συνεπώς ο GNA μπρεί να χρησιμοποιήσει αυτό το υπόγειο “δίκτυο” για να φθείρει και να καταστρέψει τις δυνάμεις του LNA.
Η κατάληψη της Τριπόλεως είναι όντως δύσκολη υπόθεση, αλλά όχι για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Η θεωρία για ευρύ υπόγειο δίκτυο υποδομών – καταφυγίων το οποίο υποτίθεται ότι υπάρχει, στηρίζεται μάλλον σε υπερβολικές αναφορές κατά το παρελθόν. Στην πραγματικότητα, οι αναφορές αυτές βασίζονται σε ευφάνταστα ρεπορτάζ δημοσιογράφων εντυπωσιασμού, που όμως αφορούν απλά υπόγεια έργα καταφυγίων για την προφύλαξη του πληθυσμού. Πρόκειται για μικρής συνολικής εκτάσεως έργα, δύο εισόδων, που απλώς διευκόλυναν την αφανή μετακίνηση κατά μερικές εκατοντάδες μέτρα. Οι γενικόλογες αναφορές σε υπόγειες εγκαταστάσεις, που παραπέμπουν σε ολοκληρωμένες ηλεκτροδοτούμενες και υδροδοτούμενες υποδομές με διευκολύνσεις για διαμονή επί μακρόν και αποθήκες παντός υλικού, είναι αυθαίρετες και εσφαλμένες. Ακόμη όμως και αν υπήρχαν τέτοιες, έπειτα από τόσα χρόνια εμφυλίου θα έχουν λεηλατηθεί και δεν θα μπορούν να αξιοποιηθούν από ενόπλους χωρίς σοβαρές διοικητικές υποδομές.
Επιπλέον, η παραπάνω θεωρία, δείχνει να υποτιμά την γνώση των ανδρών του LNA, ως προς τον αστικό ιστό της Τριπόλεως και ενδεχόμενες “κρυφές” υποδομές. Ασφαλώς και όλος ο πληθυσμός της Τριπόλεως δεν είναι με το πλευρό του GNA και σίγουρα υπάρχουν κάτοικοι αλλά και γνώστες της πόλεως, υποστηρικτές του LAN. Συνεπώς, η όποια υπόγεια υποδομή, είναι γνωστή και μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν στην σχεδίαση επιχειρήσεων.
Από τακτικής απόψεως, το δυσχερές των επιχειρήσεων στην Τρίπολη (όπως και σε άλλα αστικά κέντρα της Λιβύης κατά το παρελθόν) εντοπίζεται κυρίως στην ισχυρή επίδραση του φόβου από την δράση ελευθέρων σκοπευτών, που αποθαρρύνουν και αποσυντονίζουν ενέργειες κακώς διοικουμένων και πτωχώς πειθαρχημένων και οργανωμένων αντιπάλων. Η ύπαρξη μικρών ηγητόρων, είναι το σημείο κλειδί σε έναν τέτοιου είδους αγώνα, για να κάνει την διαφορά αλλά ο LNA στερείται τέτοιων.
Ακόμη και στις καλύτερες εποχές του Λιβυκού Στρατού επί Καντάφι, η δύναμη ανερχόταν σε 50.000 άνδρες περίπου, εκ των οποίων κατά το ήμισυ κληρωτοί θητείας. Ο στρατός διέθετε χιλιάδες αρμάτων, τεθωρακισμένων και πυροβολικού, πολύ περισσότερα από τα αναγκαία για την δεδομένη Δομή Δυνάμεων, γεγονός που παρέπεμπε ευθέως σε αδυναμία τεχνικής υποστηρίξεως και συντηρήσεως του υλικού, με αποτέλεσμα την συγκέντρωση μεγάλων αριθμών σε αχρηστία ή αποθήκευση προς πορισμό ανταλλακτικών. Μικρός μόνο αριθμός αρμάτων κ.λπ. βρισκόταν σε πλήρως επιχειρησιακή κατάσταση και ό,τι υλικό υπήρχε, από το 2011 μέχρι σήμερα έχει καταστραφεί ή πωληθεί λαθραία σε γειτονικές χώρες. Εξ ου και η προσφάτως εκδηλωθείσα πρωτοβουλία της Αιγύπτου, να “δανείσει” τεθωρακισμένα στον LNA.
Ο Λιβυκός Στρατός, ιστορικώς είχε αποδειχθεί πολύ χαμηλού επιπέδου και σε όσες αναμετρήσεις – επεμβάσεις έδρασε, υπέστη δεινές ήττες, με πιο χαρακτηριστική την περιπέτεια στο Τσαντ, όπου από ένα εκστρατευτικό σώμα περίπου 15.000 ανδρών, έχασε το 1/3 από δυνάμεις που δεν αποτελούσαν τακτικό στρατό αλλά είχαν την υποστήριξη δυτικών “συμβούλων” και χρηματοδότηση για την προμήθεια στοιχειώδους υλικού. Το επίπεδο ηγεσίας δε του Λιβυκού Στρατού, μπορεί να διατηρείτο σε αποδεκτά πλαίσια, λόγω της υπάρξεως αξιωματικών με σπουδές και σε παραγωγικές σχολές φιλικών χωρών της Δύσεως (όπως η Ελλάδα) αλλά σε ένα απολυταρχικό καθεστώς όπως του Καντάφι, η αναμφίβολη ενασχόληση του Σώματος των Αξιωματικών με τον παραγοντισμό και όχι με τα στρατιωτικά έργα, αποσπούσε σοβαρά από τα αμιγώς στρατιωτικά καθήκοντα, επιδρώντας συνολικώς στο αξιόμαχο.

Σε τακτικό επίπεδο, το μείζον ζήτημα εντοπιζόταν ανέκαθεν στην κακή ενάσκηση διοικήσεως στα χαμηλά κλιμάκια. Το ότι οι Λίβυοι αποτελούν περισσότερο μια συγκέντρωση φυλών και όχι ένα ομογενές έθνος, ενίσχυε την κατάσταση, σε συνδυασμό με την ελλιπή εκπαίδευση, αποδυναμώνοντας το στράτευμα. Σήμερα, το πρόβλημα είναι εντονότερο, ακριβώς επειδή η παραγωγή μονίμων στελεχών από το 2011 έχει περίπου παύσει να υφίσταται, αφετέρου επειδή οι κύριες δυνάμεις απαρτίζονται από ενόπλους διαφόρων πολιτοφυλακών, με πτωχή διοίκηση, οργάνωση και εκπαίδευση.
Από αυτό τον κανόνα, δεν ξεφεύγει ούτε ο GNA ούτε ο LNA. Απλώς ο δεύτερος έχει μεγαλύτερη αριθμητική δύναμη. Το “βλέπουμε” αυτό στα διάφορα βίντεο και την παρακολούθηση των απωλειών, όπου μια ομάδα μερικών δεκάδων ενόπλων ή 4-5 οπλισμένων πικ απ εμφανίζονται σε κάποιο μέρος, εκτοξεύουν καταιγισμό μη σκοπευμένων πυρών προς την γενική κατεύθυνση του εχθρού και εξαφανίζονται. Κατόπιν, στο ίδιο σημείο μπορεί να εμφανισθεί ανάλογη εχθρική δύναμη του εχθρού, η οποία κάνοντας ακριβώς το ίδιο, “αποκαθιστά” την γραμμή του μετώπου. Τέτοιες σκηνές, προβάλλονται στα διάφορα μέσα ως “επίθεση”, “απόκρουση επιθέσεως”,  “αντεπίθεση” κ.λπ. ενώ δεν έχουν την παραμικρή τακτική πλαισίωση. Η έλλειψη ηγητόρων με σοβαρό υπόβαθρο εκπαιδεύσεως, είναι η μεγάλη αδυναμία στις μάζες πολιτοφυλάκων που ελάχιστα απέχουν από ατάκτους. Η ανατροπή της αμύνης σε κάποιον τομέα και εδαφικά κέρδη από πλευράς LAN, πρέπει να αποδίδονται σε συγκυριακές αδυναμίες του αντιπάλου, όπως κακός συντονισμός, απότομος κλονισμός του ηθικού, έλλειψη πυρομαχικών κ.λπ.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι ο LNA δεν διαθέτει και την “μάζα πυρός” που θα μπορέσει να επιτρέψει αποφασιστικές επιθέσεις υπό την κάλυψη θώρακος, ούτε να καταστρέψει σε βάθος αξιόλογους στόχους. Το δεύτερο είναι πασιφανές, διότι ενώ το αεροδρόμιο Mιτιγκά βρίσκεται εντός του βεληνεκούς πυροβολικού, αυτό δεν έχει εμποδίσει την συγκέντρωση δυνάμεων από αέρος και την ενίσχυση της τουρκικής παρουσίας. Η απουσία κανονικού ρεύματος ανεφοδιασμού, μεταφορών και η έλλειψη πυρομαχικών, προφανώς δεν λείπουν από έναν υποβαθμισμένο στρατιωτικό μηχανισμό. Η αεροπορική δραστηριότητα από πλευράς LNA, έστω αυτή η μικρή που υπήρχε, έχει διακοπεί σχεδόν μετά την εκεχειρία αλλά είναι αμφίβολο εάν θα επαναληφθεί μετά την ανάπτυξη στοιχείων αντιαεροπορικής αμύνης από την Τουρκία πέριξ του αεροδρομίου.
Τα μισθοφορικά σώματα που ενισχύουν τις δύο πλευρές, είναι επίσης πτωχού επιπέδου και χρησιμοποιούνται μάλλον σε βοηθητικό ρόλο, για την ασφάλεια των μετόπισθεν και των διοικητικών υποδομών (κέντρα επιχειρήσεων). Αυτό φανερώνει η αναφορά μικρών ή και καθόλου απωλειών. Σουδανοί ή άλλοι Αφρικανοί, στρατολογημένοι από εταιρείες δυτικών ή δυτικόφιλων χωρών, δεν μπορούν να θεωρηθούν ποιοτικά στρατεύματα.
Ακόμη και στην περίπτωση των Ρώσων μισθοφόρων της WAGNER, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ένα μεγάλο ποσοστό από την συνολική τους δύναμη αφορά τεχνικό προσωπικό που έχει αναλάβει την συντήρηση αεροπλάνων, ελικοπτέρων και τεθωρακισμένων που διαθέτει ο LNA, ώστε ένας στοιχειώδεις αριθμός τέτοιων μέσων να είναι επιχειρησιακώς διαθέσιμος. Το υλικό αυτό, έχει χορηγηθεί από την Αίγυπτο και τα ΗΑΕ. Μόνο ένας μικρός αριθμός Ρώσων, πρέπει να είναι στρατεύματα που βρίσκονται στην “πρώτη γραμμή”. Ακόμη και αν συμβαίνει το τελευταίο, η μη αναφορά απωλειών, τουλάχιστον επισήμως, δείχνει ότι οι Ρώσοι δεν εμπλέκονται συγκεντρωτικώς και αποφασιστικώς, ασχολούμενοι με αποστολές εκπαιδεύσεως, ασφαλείας ή απλών περιπόλων αναγνωρίσεως χαμηλού ρίσκου χωρίς να αποκτούν επαφή με τον GNA.

Εάν οι Ρώσοι μισθοφόροι είχαν πιο ενεργητική και συγκεντρωτική παρουσία, δρώντας σε στενή συνεργασία με τα όποια διαθέσιμα αεροπορικά μέσα, απολαμβάνοντας Εγγύς Αεροπορικής Υποστηρίξεως, όπως και υποστηρίξεως πυροβολικού, θα μπορούσαν να κάνουν την διαφορά εξασφαλίζοντας αξιόλογα τακτικά κέρδη για τον LNA. Μια τέτοια παρουσία οργανωμένων σε τακτικό πλαίσιο μισθοφόρων, καλώς διοικουμένων, θα μπορούσε ευχερώς να ανατρέψει τους πολιτοφύλακες του GNA, ακόμη δε και των Τουρκμένων που έφεραν οι Τούρκοι, γέρνοντας αποφασιστικώς την πλάστιγγα υπέρ του LNA. Προφανώς λοιπόν και δεν είναι τέτοια η περίπτωση των Ρώσων στην Λιβύη ενώ μετά και τις συνεννοήσεις κορυφής μεταξύ Πούτιν και Ερντογάν, το πιθανότερο είναι ότι περιορίσθηκε ακόμη περισσότερο ο ενεργός ρόλος τους. Παντως, στην παρούσα φάση της εκεχειρίας, πληροφορίες που θέλουν την αποστολή επιπλέον Ρώσων της WAGNER στην Συρία, οδηγούν στην εντύπωση ότι ενόψει της ενισχύσεως του GNA με Τουρκμένους και μικρό αριθμό Τούρκων στρατιωτών, ο Πούτιν επιδιώκει την ανάλογη ενίσχυση του LNA, τουλάχιστον ως αντίβαρο και διαπραγματευτικό “ατού”, χωρίς όμως πρόθεση πιο ενεργού δράσεως, ώστε να έλθουν σε απευθείας αντιπαράθεση με Τούρκους ή δυνάμεις διοικούμενες από αυτούς.
Οι τουρκικές τακτικές δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί στην Τρίπολη, δεν μπορούν προς το παρόν να αναλάβουν επιθετικές αποστολές, επειδή ο αριθμός τους είναι μικρός και κατά βάση αμυντικός. Εξάλλου, φαίνεται ότι οι Τουρκένοι μισθοφόροι είναι αρκούντος απείθαρχοι και αναξιόπιστοι, προκαλώντας πονοκέφαλο και αδυναμία άμεσης επιχειρησιακής αξιοποιήσεως. Αναφορές σε περιστατικά κατά τα οποία επεδίωξαν να μεταβούν λαθραίως στην Ιταλία, φανερώνουν ότι μετά την άφιξή τους στην Λιβύη και αφού πρώτα είχαν λάβει μια πρώτη μισθοδοσία, οι άτακτοι αυτοί ενδιαφέρθηκαν να εγκαταλείψουν την “μονάδα” τους με απώτερο στόχο να “μεταναστεύσουν” στην Ευρώπη… Αυτά είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα του ηθικού όσο και του ενδιαφέροντός τους γενικότερα, για συμμετοχή σε μάχες.
Επιπλέον πρόβλημα για τους Τούρκους, συνιστά η έλλειψη επαρκούς αεροπορικής υποστηρίξεως και πυροβολικού, όπως και η απουσία τεθωρακισμένων, ώστε να επαυξηθεί η ισχύς πυρός και η αποτελεσματικότητα των Τουρκμένων μισθοφόρων υπό την καθοδήγηση “συμβούλων”. Στην Συρία, η διάθεση τεθωρακισμένων οχημάτων του Τουρκικού Στρατού σε στρατολογημένους Σύρους ενόπλους, εξασφάλισε ταχυκινησία και ισχύ πυρός υπό την προστασία θώρακος ενώ ήταν δεδομένη η υποστήριξη διά πυρών καμπύλης τροχιάς και αεροπορίας. Αυτά τα δύο “συστατικά”, δεν υπάρχουν προς το παρόν στην Λιβύη, με αποτέλεσμα οι μισθοφόροι των Τούρκων να περιορίζονται σε αμυντική αποστολή.
Εφόσον αναπτυχθούν στην Λιβύη ισχυρότερες τακτικές τουρκικές δυνάμεις, η ανατροπή του LNA είναι βεβαία. Ακόμη και δύναμη Τακτικού Συγκροτήματος μηχανοκίνητου τάγματος πεζικού, μπορεί να επιφέρει αποφασιστική ήττα του στρατάρχη Χαφτάρ. Ωστόσο, σε ένα τέτοιο σενάριο, διακινδυνεύεται η επέμβαση τακτικών δυνάμεων της Αιγύπτου.
Ο LNA μπορεί να καταλάβει την Τρίπολη ως έχει, εάν τύχει της υποστηρίξεως μιας κρίσιμης δυνάμεως “συμβούλων”, ασφαλώς με εμπειρία Δυτικών στρατών, ακόμη και χωρίς αεροπορική υποστήριξη. Τέτοιοι “σύμβουλοι – μισθοφόροι”, οι οποίοι με κάποια στοιχειώδη χορήγηση ειδικού υλικού όπως όργανα νυκτερινού αγώνος, ασφαλείς τακτικές επικοινωνίες, εκπαιδευμένα στοιχεία ελευθέρων σκοπευτών και απολαμβάνοντας ικανής υποστηρίξεως όλμων και πυροβολικού, σε συνδυασμό με λίγα τεθωρακισμένα μέσα, μπορούν να κάνουν την διαφορά, σχεδιάζοντας και συντονίζοντας κάποιες από τις τακτικές δυνάμεις (“ταξιαρχίες”) του LNA. Μια τέτοια πρωτοβουλία, χαμηλού αποτυπώματος και ρίσκου, βρίσκεται απολύτως εντός των δυνατοτήτων χωρών της Δύσεως, που απλώς στην παρούσα φάση, δεν έχουν την διάθεση για πολιτικούς λόγους να εμπλακούν ενεργώς στην σύγκρουση, παρά το ότι ο φιλοδυτικός στρατάρχης Χαφτάρ εγγυάται την καταπολέμηση των ακραίων ισλαμιστών και της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Ωραίο άρθρο. Μήπως δεν άγγιξαν -του Χαφταρ-το αεροδρόμιο γιατί ο Πούτιν τους είπε χέρια κάτο!