Η κόλαση του γερμανικού θαύματος



Το μοντέλο που εμπνέει τον Εμμανουέλ Μακρόν
Ο γερμανικός πληθυσμός που κλήθηκε στις κάλπες στις 24 Σεπτεμβρίου, ποτέ δεν είχε τόσο λίγους ανέργους. Ούτε και τόσους φτωχούς. Η διάλυση της κοινωνικής προστασίας στα μέσα της δεκαετίας του 2000 μετέτρεψε τους ανέργους σε φτωχούς εργαζόμενους. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αποτελούν πηγή έμπνευσης της αναδιαμόρφωσης του Εργατικού Δικαίου που η γαλλική κυβέρνηση θέλει να επιβάλει μέσω διαταγμάτων.
Από τον Olivier Cyran
Οκτώ η ώρα: το Jobcenter της βερολινέζικης συνοικίας του Pankow μόλις άνοιξε τα ρολά του και ήδη μια δεκαπενταριά άτομα είναι στην ουρά μπροστά στο γκισέ υποδοχής, καθένα κλεισμένο σ’ένα κουκούλι αγχωμένης σιωπής.  «Γιατί βρίσκομαι εδώ; Διότι αν δεν απαντήσεις στις κλήσεις τους, σου παίρνουν το λίγο που σου δίνουν, γκρινιάζει ένας πενηντάρης χαμηλόφωνα.  Ούτως ή άλλως, δεν έχουν τίποτα να σου προτείνουν. Πέρα, ίσως, από μια θέση πωλητή σώβρακων με καρφιά, ποιος ξέρει.»  Η νύξη του φέρνει ένα θαμπό χαμόγελο. Πριν από έναν μήνα, μια μητέρα μονογονεϊκής οικογένειας, 36 ετών, άνεργη εκπαιδευτικός, έλαβε επιστολή από το Jobcenter του Pankow βάσει της οποίας έπρεπε, αλλιώς θα είχε να αντιμετωπίσει ποινές, να θέσει υποψηφιότητα για εργασία πωλήτριας σε σεξ σοπ.  «Τα είδα όλα, με το Jobcenter μου, αλλά αυτό ήταν το κερασάκι», αντέδρασε η ενδιαφερόμενη στο Διαδίκτυο, πριν ανακοινώσει την πρόθεσή της να καταθέσει μήνυση για κατάχρηση εξουσίας.


 
Έξω, στο παρκινγκ των εργατικών κατοικιών, η «κινητή μονάδα στήριξης» του κέντρου ανέργων του Βερολίνου, είναι ήδη σε ετοιμότητα. Σε ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι μπροστά στο μικρό λεωφορείο της ομάδας, η κυρία Nora Freitag, 30 ετών, τοποθετεί μια στοίβα εντύπων με τον τίτλο «Πώς να υπερασπιστώ τα δικαιώματά μου απέναντι στο Jobcenter».  «Αυτή η πρωτοβουλία ξεκίνησε το 2007, από την προτεσταντική Εκκλησία. Υπάρχει πολλή απελπισία, πολλή αδυναμία, επίσης, μπροστά σε αυτό το γραφειοκρατικό τέρας που οι άνεργοι αντιλαμβάνονται, όχι αναίτια, σαν απειλή.»
Μια κυρία, που έχει περάσει τα εξήντα εδώ και κάποιο καιρό, πλησιάζει με διστακτικό βήμα. Μοιάζει φριχτά αμήχανη κι ενοχλημένη να εμφανίζεται μπροστά σε αγνώστους. Η σύνταξή της, κάτω από 500 ευρώ τον μήνα, δεν της φτάνει για να ζήσει και παίρνει ένα συμπλήρωμα που της καταβάλει το Jobcenter της. Καθώς ζορίζεται να τα βγάλει πέρα, εδώ και λίγο καιρό έχει πρόσκαιρη θέση ημιαπασχόλησης (« minijob ») οικιακής βοηθού σε ένα κέντρο φροντίδας, που της εξασφαλίζει καθαρό μηνιαίο μισθό 340 ευρώ.  «Σκεφτείτε, λέει με φωνή γεμάτη αγωνία, η επιστολή του Jobcenter μου ανακοινώνει ότι δεν του δήλωσα τα εισοδήματά μου και πρέπει να επιστρέψω 250 ευρώ. Μα δεν έχω αυτά τα χρήματα! Εξ άλλου, τα είχα δηλώσει τα εισοδήματά μου από την πρώτη μέρα, το αντιλαμβάνεστε. Πρέπει να έχει γίνει λάθος…» Ένα μέλος της ομάδας την οδηγεί λίγο πιο πέρα για να της δώσει τις συμβουλές του: σε ποιον να απευθύνει ένσταση, ποια πόρτα να χτυπήσει για να καταθέσει μήνυση αν δεν καταλήξει η ένσταση, κλπ. Ενίοτε, το μικρό λεωφορείο γίνεται καταφύγιο για να συζητηθεί ένα πρόβλημα μακριά από τα βλέμματα των περαστικών.  «Είναι ένα από τα αποτελέσματα του Χαρτζ 4, παρατηρεί η κυρία Freitag.  Ο στιγματισμός των ανέργων είναι τόσο έντονος που μερικοί αισθάνονται ντροπή και μόνον αναφερόμενοι στην κατάστασή τους μπροστά σε άλλους.»
Ένα από τα πλέον καταπιεστικά καθεστώτα στην Ευρώπη
Χαρτζ 4: αυτή η κοινωνική σφραγίδα είναι αποτέλεσμα της διαδικασίας απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, της λεγόμενης Ατζέντας 2010, που έθεσε σε εφαρμογή μεταξύ 2003 και 2005 η συμμαχία μεταξύ Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) και Πρασίνων του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ. Φέροντας το όνομα αυτού που είχε την ιδέα, του Πέτερ Χαρτζ, πρώην διευθυντή προσωπικού της Volkswagen, το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο των μεταρρυθμίσεων αυτών  Jobcenter συγχωνεύει τα κοινωνικά επιδόματα και τις αποζημιώσεις των μακροχρόνια άνεργων (χωρίς εργασία για πάνω από έναν χρόνο) σε ένα ενιαίο κατ’αποκοπή επίδομα, που καταβάλλει το Jobcenter. Το μικρότατο ποσό αυτό – 409 ευρώ τον μήνα, το 2017, για ένα άτομο μόνο – έχει στόχο να αποτελέσει κίνητρο για τον επιδοματούχο, που αναβαπτίζεται «πελάτης», ώστε να βρει ή να ανακτήσει το συντομότερο μια θέση απασχόλησης, όσο άσχημα κι αν πληρώνεται κι όσο απομακρυσμένη κι αν είναι από τις προσδοκίες ή τις ικανότητές του. Η απόδοση του επιδόματος εξαρτάται από ένα καθεστώς ελέγχου που είναι από τα πλέον καταπιεστικά καθεστώτα στην Ευρώπη.
Τέλη του 2016, το δίχτυ Χαρτζ 4 περιλάμβανε περί τα 6 εκατομμύρια άτομα, εκ των οποίων 2,6 εκατομμύρια επίσημων ανέργων, 1,7 εκατομμύριο μη επίσημων που είχαν βγει από τις στατιστικές μέσω της καταπακτής των «μηχανισμών ενεργοποίησης» (επιμορφώσεις, « coaching », δουλειές του 1 ευρώ, minijobs, κλπ.) και 1,6 εκατομμύρια παιδιών δικαιούχων. Σε μια κοινωνία που δομείται γύρω από την λατρεία της εργασίας, συχνά περιγράφονται σαν παραδείγματα προς αποφυγή ή σαν ομήγυρη τεμπέληδων και, ενίοτε, χειρότερα ακόμη. Το 2005, μπορούσες να διαβάσεις σε μια μπροσούρα του υπουργείου οικονομίας, με πρόλογο του υπουργού Wolfgang Clement (SPD) και τίτλο «Προτεραιότητα στους τίμιους ανθρώπους. Ενάντια στις καταχρήσεις, τις απάτες και το σελφ-σέρβις στο κοινωνικό Κράτος»:  «Οι βιολόγοι χρησιμοποιούν ομόφωνα τον όρο “παράσιτα” για να αναφερθούν στους οργανισμούς που ικανοποιούν τις διατροφικές τους ανάγκες εις βάρος άλλων ζωντανών οργανισμών. Βεβαίως, θα ήταν τελείως άκομψο να επεκτείνουμε τις έννοιες που προέρχονται από τον κόσμο των ζώων στους ανθρώπους.»  Και, φυσικά, η έκφραση «παράσιτο Χαρτζ 4» χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τον χείριστο Τύπο, με επικεφαλής την Bild.
Η ζωή των δικαιούχων είναι άθλημα που υπάγεται στις πολεμικές τέχνες. Καθώς το ελάχιστο ποσό δεν τους φτάνει για να πληρώσουν το νοίκι τους, το Jobcenter το αναλαμβάνει, υπό τον όρο να μην υπερβαίνει το ανώτατο όριο που ορίζει η διοίκηση σύμφωνα με τις γεωγραφικές ζώνες.  «Το ένα τρίτο των ατόμων που έρχονται να μας δουν έχουν προβλήματα κατοικίας, αναφέρει η κ. Freitag.  Τις περισσότερες φορές διότι η άνοδος των ενοικίων στις μεγάλες πόλεις, ειδικότερα στο Βερολίνο, του έκανε να βγουν εκτός της περιοχής του Jobcenter Πρέπει, είτε να μετακομίσουν, αλλά χωρίς να έχουν κάπου να πάνε, διότι η αγορά των ενοικιαζόμενων έχει κορεσθεί, είτε να καταβάλλουν την διαφορά από την τσέπη τους, μειώνοντας το ποσό που προορίζεται για την διατροφή.»  Στους 500.000 «Χαρτζ 4» που ζουν στο Βερολίνο, το 40% πληρώνει ενοίκιο που ξεπερνά το όριο που έχει θέσει η διοίκηση.
Το Jobcenter μπορεί επίσης να αποδεσμεύσει, με το σταγονόμετρο, επείγουσες ενισχύσεις. Αυτό του δίνει ένα δικαίωμα ελέγχου που προσεγγίζει σχεδόν μια θέση υπό κηδεμονία. Τραπεζικός λογαριασμός, αγορές, μετακινήσεις, οικογενειακή ζωή, ακόμη κι ερωτική ζωή: καμιά διάσταση της ιδιωτικής ζωής δεν ξεφεύγει από το ταπεινωτικό ραντάρ των ελέγχων. Τα 408 γραφεία του που βρίσκονται σε όλη την χώρα διαθέτουν ένα περιθώριο πρωτοβουλίας και μερικά από αυτά ξεχειλίζουν από φαντασία. Τέλη 2016, για παράδειγμα, το Jobcenter  της Stade, στην Κάτω Σαξωνία, έστειλε ένα ερωτηματολόγιο σε μιάν ανύπαντρη άνεργη που ήταν έγκυος, ζητώντας της να αναφέρει τα στοιχεία και την ημερομηνία γέννησης των σεξουαλικών της συντρόφων.
Η φιλοσοφία αυτού του ιεροεξεταστικού καθεστώτος υπήρχε ήδη, ως σπόρος, στο μανιφέστο που συνυπέγραψαν τον Ιούνιο του 1999 ο Σρέντερ με τον βρετανό ομόλογό του, Τόνυ Μπλαιρ. Οι δυο προφήτες της «σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας» διακήρυτταν την αναγκαιότητα της «μετατροπής του διχτυού ασφαλείας των κοινωνικών κεκτημένων σε εφαλτήριο προς την ατομική ευθύνη.»  Διότι, έλεγε αυτό το κείμενο με τίτλο «Ευρώπη: ο τρίτος δρόμος, το νέο κέντρο», «μια εργασία μερικής απασχόλησης ή μια απασχόληση με χαμηλό μισθό είναι καλύτερα από καθόλου απασχόληση, διότι διευκολύνουν την μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση.»  Ένας φτωχός που ιδρώνει, καλύτερα από έναν φτωχό που είναι άνεργος: αυτή η καφενειακή αλήθεια ήταν η ιδεολογική μήτρα της «αναμφίβολα σημαντικότερης τομής στην ιστορία του γερμανικού κοινωνικού Κράτους από την εποχή του Βίσμαρκ», σύμφωνα με την διατύπωση του Christoph Butterwegge, ερευνητή κοινωνικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Κολωνίας.
Στην Γαλλία, οι νόμοι Χαρτζ αποτελούν, εδώ και δώδεκα χρόνια, ανεξάντλητη πηγή αγαλλίασης μεταξύ των εργοδοτικών, μιντιακών και πολιτικών κύκλων. Η επαναλαμβανόμενη ωδή στο «γερμανικό μοντέλο» ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από τότε που ο κ. Εμμανουέλ Μακρόν είναι στο Ελυζέ (ΣτΜ: γαλλικό προεδρικό μέγαρο), για τον οποίο η «Η Γερμανία μεταρρύθμισε θαυμάσια». Άποψη που σπάνια αμφισβητείται από τους αρχισυντάκτες.  «Ο γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ επέβαλε με πυγμή τις μεταρρυθμίσεις που οδήγησαν στην ευημερία της χώρας του», υπενθύμισε ο διευθυντής έκδοσης της εφημερίδας  Monde την επομένη της εκλογής του υποψήφιου του «start-up έθνους», για να τον ικετεύσει να επιδείξει σιδερένια πυγμή στις δικές του μεταρρυθμίσεις. Οι οικονομολόγος Pierre Cahuc, εμπνευστής μαζί με τους Marc Ferracci και Philippe Aghion της αναδιαμόρφωσης της αγοράς εργασίας που οραματίστηκε ο Μακρόν, χαιρετίζει επίσης την «εξαιρετική επιτυχία της γερμανικής οικονομίας».  Εκτιμά πως ο Χαρτζ 4, όχι μόνο «είναι καλύτερος για την απασχόληση», αλλά είναι και προτιμότερος για να διαδοθεί η χαρά και η καλή διάθεση, αφού «οι Γερμανοί δηλώνουν όλο και πιο ικανοποιημένοι από την κατάστασή τους, ειδικά οι πιο φτωχοί, ενώ η ικανοποίηση των Γάλλων λιμνάζει».
Αν «οι πιο φτωχοί» καταφέρνουν ακόμη να συγκρατήσουν τον ενθουσιασμό τους στις ουρές αναμονής των Jobcenters, είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα σχέδια του κ. Μακρόν έχουν ως άμεση πηγή έμπνευσης το «γερμανικό μοντέλο». Ειδικότερα, το άδειασμα του Εργατικού Δικαίου και η ενίσχυση του ελέγχου των ανέργων, στους οποίους θα επιβάλλεται ποινή σε περίπτωση άρνησης δυο διαδοχικών προτάσεων απασχόλησης. Κανείς δεν μπόρεσε να περιγράψει με λιγότερα λόγια το πνεύμα του Χαρτζ 4 από τον γάλλο πρόεδρο όταν, στις 3 Ιουλίου, μπροστά στο Κοινοβούλιο που είχε συγκαλέσει στις Βερσαλλίες, ότι «το να προστατεύεις τους πιο αδύναμους δεν σημαίνει να τους μετατρέπεις σε μόνιμα εξαρτώμενους από τις ενισχύσεις του Κράτους» αλλά (σημαίνει) να τους δώσεις τα μέσα να – και ενδεχομένως, να τους αναγκάσεις να – «παίξουν αποτελεσματικά ρόλο στην δική τους μοίρα.»  Με μια λεκτική ακροβασία που πλησίαζε αυτές που κάποτε έκαναν οι προωθητές του Χαρτζ 4, πρόσθετε:  «Πρέπει να αντικαταστήσουμε την ιδέα της κοινωνικής ενίσχυσης (βλ. επιδόματα) (…) με μια πραγματική πολιτική ενσωμάτωσης των πάντων. »  Για τον κ. Σρέντερ, το πρόταγμα ενάντια στους φτωχούς ήταν πιο λακωνικό: «Να ενθαρρύνουμε και να απαιτούμε»  fördern und fordern »).
Εξ άλλου, ο κ. Χαρτζ δεν έκανε λάθος. Στην Γαλλία, ο συντάκτης των νόμων που φέρουν το όνομά του χαίρει ακόμη κολακευτικής φήμης. Στην Γερμανία, δεν ξέχασαν την καταδίκη του, το 2007, σε δυο χρόνια φυλάκισης με αναστολή και 500.000 πρόστιμο για «εξαγορά κοινωνικής ειρήνης» στην Volkswagen ποτίζοντας τα μέλη της επιτροπής επιχείρησης με δωροδοκίες, εξωτικά ταξίδια και υπηρεσίες πορνών. Κι έτσι, κανείς δεν θέλει πια ν’ακούει γι’αυτόν. Για να βρει ακροατήριο που πάντα είναι έτοιμο να τον χειροκροτήσει, ο πρώην διευθυντής ανθρώπινων πόρων καταφεύγει στην Γαλλία. Το Κίνημα των επιχειρήσεων της Γαλλίας (Medef – Στμ: Εργοδοτική Ένωση) τον καλεί τακτικά, και ο κ. Ολάντ, όταν ήταν πρόεδρος, φέρεται να σκέφτηκε να τον περιλάβει στους συμβούλους του. Τώρα πια, στον κ. Μακρόν είναι που επιφυλάσσει τις μαντείες του, μέσω Τύπου.
Κι όμως, ο κ. Χαρτζ έπαιξε μόνο ρόλο κομπάρσου στην έλευση των μεταρρυθμίσεων Σρέντερ. Ήταν βέβαια πρόεδρος της επιτροπής της οποίας οι εργασίες έθεσαν τις βάσεις των μεταρρυθμίσεων. Αλλά, αυτό που ενορχήστρωσε τις επιχειρήσεις ήταν το Ίδρυμα Bertelsmann. Το «φιλανθρωπικό» έργο του μιντιακού και εκδοτικού ομίλου με την μεγαλύτερη επιρροή στην Γερμανία ήταν στην καρδιά της διαδικασίας επεξεργασίας της Ατζέντας  2010: χρηματοδότηση εκθέσεων ειδικών και συνεδρίων, διάδοση επιχειρηματολογίας μεταξύ των δημοσιογράφων, δικτύωση «καλοθελητών».  «Χωρίς τη δουλειά προετοιμασίας, υποστήριξης και εξυπηρέτησης που αναπτύχθηκε σε όλα τα επίπεδα  από το Ίδρυμα Bertelsmann, οι προτάσεις της επιτροπής Χαρτζ κι η νομοθετική μετάφρασή τους δεν είχαν ποτέ δει το φως της μέρας», παρατηρεί η Helga Spindler, καθηγήτρια δημοσίου δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Duisburg. Το ίδρυμα θα φτάσει ακόμη και στο σημείο να καλέσει τα δεκαπέντε μέλη της επιτροπής σε ταξίδια μελέτης σε πέντε χώρες που θεωρούνται ως προχωρημένα σε θέματα αξιοποίησης του αποθέματος ανέργων: Δανία, Ελβετία, Κάτω Χώρες, Αυστρία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Κανονικές θέσεις απασχόλησης που μετατρέπονται σε πρόσκαιρες
Στις 16 Αυγούστου, ο κ. Χαρτζ παραδίδει τα συμπεράσματά του στον κ. Σρέντερ, κάτω από τον θόλο του γαλλικού καθεδρικού ναού του Βερολίνου. Είναι μια «μεγάλη μέρα για τους ανέργους», ενθουσιάζεται ο καγκελάριος, που υπόσχεται να επαναφέρει στη δουλειά δυο εκατομμύρια από αυτούς, εντός των επόμενων δυο ετών. Ζυγίζοντας 344 σελίδες, η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει δεκατρείς «ενότητες καινοτομίας» που συντάσσονται σε ένα ιδίωμα μαναντζερίστικο βασισμένο σε « engleutsch » (μείγμα γερμανικής και αγγλικής γλώσσας) με πληθώρα εκφράσεων του τύπου « controlling », « change management », « bridge system για ηλικιωμένους ενεργούς », « νέες δυνατότητες αγγαρείας και εθελοντική εργασία »…  Το Jobcenter περιγράφεται ως «βελτιωμένη υπηρεσία προς τους πελάτες ».
Το καθεστώς που γεννήθηκε από αυτήν την αντιγλώσσα τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2005 και ήρθε να «κουμπώσει» με το άλλο πακέτο της Ατζέντας 2010 που ενορχηστρώνει την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Το να φορτώσεις τους ανέργους μέσα στο μισθοδοτικό χωνί επέβαλε την σφυρηλάτηση ενός ευρέως πακέτου εργαλείων για τους εργοδότες: αποφορολόγηση των χαμηλών μισθών, εκκίνηση των minijobs των 400 ευρώ και, μετά, 450 ευρώ τον μήνα, απαλοιφή των ορίων προσφυγής στην προσωρινή εργασία, επιδοτήσεις των γραφείων εύρεσης πρόσκαιρης εργασίας (ή δανεισμού εργαζομένων) που χρησιμοποιούν μακροχρόνια άνεργους, κλπ. Ο πυρετός του χρυσού χτυπά τους επιχειρηματίες, ειδικά στον τομέα των υπηρεσιών. Καθώς τροφοδοτούνται με φρέσκα τάγματα από τα Jobcenters, επωφελούνται της ευλογίας για να μετατρέπουν κανονικές θέσεις απασχόλησης σε πρόσκαιρες θέσης – κι αυτοί που τις κατείχαν έχουν το ελεύθερο να πάνε με την σειρά τους να κάνουν ουρά στο Jobcenter για να συμπληρώσουν τον ισχνό μισθό τους. Ο δανεισμός εργαζομένων κι η πρόσκαιρη απασχόληση γνωρίζουν έκρηξη, περνώντας από 300.000 άτομα, το 2000, σε σχεδόν 1.000.000, το 2016. Συγχρόνως, η αναλογία φτωχών εργαζομένων – που έχουν μισθό κατώτερο των 979 ευρώ τον μήνα – περνά από το 18 στο 22%. Η δημιουργία, το 2015, του ελάχιστου μισθού, που ορίστηκε στα 8,84 ευρώ την ώρα, το 2017, δεν αντέστρεψε την τάση: 4,7 εκατομμύρια ενεργοί επιβιώνουν σήμερα ακόμη με ένα minijob με ανώτατο όριο μισθού στα 450 ευρώ τον μήνα. Η Γερμανία μετέτρεψε τους ανέργους της σε εξαθλιωμένους.
Τα παιδιά καλούνται στο Jobcenter
Το Χαρτζ 4 λειτουργεί όπως μια υπηρεσία πρόσκαιρης υποχρεωτικής εργασίας. Οι απειλές ποινών που κρέμονται πάνω από το κεφάλι του «πελάτη» τον κρατούν μόνιμα στο έλεος μιας ενέδρας. Υπό κανονικές συνθήκες, ο κ. Jürgen Köhler, ένας Βερολινέζος 63 ετών, ασκεί το επάγγελμα του ανεξάρτητου γραφίστα. Καθώς βρέθηκε αντιμέτωπος με τον ανταγωνισμό των μεγάλων γραφείων που σπάνε τις τιμές, δεν έχει πια αρκετές παραγγελίες για να ζήσει και γράφτηκε στο Jobcenter.  «Μια μέρα, διηγείται πίνοντας έναν καφέ, μια επιστολή μου ανακοινώνει ότι πρέπει να παρουσιαστώ την επόμενη Δευτέρα και Τρίτη, στις 4 το πρωί, στην πόρτα ενός γραφείου πρόσκαιρης απασχόλησης για να δουλέψω σ’ένα εργοτάξιο και να πληρωθώ το ίδιο βράδυ. Κι ότι πρέπει να εξοπλιστώ μ’ένα ζευγάρι παπούτσια ασφαλείας. Φυσικά, δεν διαθέτω τέτοιου είδους εξοπλισμό και ποτέ δεν εργάστηκα στις οικοδομές. Το να ξεκινήσω να το κάνω στην ηλικία μου, δεν μου φαινόταν και τόσο καλή ιδέα.»  Καθώς οι προθεσμίες ήταν, όπως συμβαίνει συχνά, πολύ μικρές για να επιχειρήσει ένσταση, ο κ. Köhler δεν έχει άλλη επιλογή απ’το να αμφισβητήσει το μέτρο ενώπιον των δικαστηρίων, ελπίζοντας ότι η υπόθεσή του θα δικαστεί πριν πέσει το δρεπάνι της ποινής που κινδυνεύει να τον μειώσει τα εισοδήματά του κατά 10 %, 30 % ή ακόμη και 100 %. Κανείς δεν αποφεύγει την κιμαδομηχανή, ούτε καν τα παιδιά των δικαιούχων Χαρτζ 4, ηλικίας 15 ως 18 ετών: σε αντάλλαγμα των 311 μηνιαίων ευρώ που καταβάλλονται στον οικογενειακό προϋπολογισμό, και ακόμη κι αν πηγαίνουν ακόμη σχολείο, το Jobcenter μπορεί να τα καλέσει ανά πάσα στιγμή για να τα «συμβουλέψει» να προσανατολιστούν προς τον τάδε ή δείνα τομέα που έχει ζήτηση και να τους κόψει το επίδομα αν χάσουν ένα ραντεβού. Εγγυημένο το παιδαγωγικό αποτέλεσμα πάνω στον έφηβο που έχει ήδη στο μέτωπό του γραμμένο το «Χαρτζ 4.»
Μέλος της ομάδας ανέργων Ver.di, το ενιαίο συνδικάτο των υπηρεσιών, ο κ. Köhler μπόρεσε να έχει έναν δικηγόρο δωρεάν και να λάβει εγκαίρως μιαν ευνοϊκή απόφαση. Δεν έχουν όλοι αυτήν την τύχη. Σχεδόν ένα εκατομμύριο ποινές απαγγέλθηκαν το 2016, με μέση μείωση επιδόματος 108 ευρώ το κεφάλι — μη αμελητέο κέρδος για την Ομοσπονδιακή υπηρεσία εργασίας, αρχή που επιβλέπει τα Jobcenters. Τον ίδιο χρόνο, τα κέντρα αυτά ήταν αντικείμενο 121.000 μηνύσεων που απορρίφθηκαν σε 60 % των περιπτώσεων.  «Οι ποινές σας πέφτουν στο κεφάλι για λόγους τόσο παράλογους που έχεις πιθανότητες να κερδίσεις, αν κινηθείς σωστά, εξηγεί ο κ. Köhler.  Αλλά, η πλειοψηφία των ανέργων δεν είναι ενημερωμένη για τα δικαιώματά της και τα υπερασπίζεται άσχημα. Οι περισσότεροι δεν τα υπερασπίζονται καν.»
Δεν ήταν όμως ανέκαθεν έτσι τα πράγματα. Το 2003 και το 2004, δεκάδες χιλιάδες ανέργων και μισθωτών διαδήλωναν αυθόρμητα κάθε Δευτέρα, σε πολλές πόλεις της Γερμανίας, για να φράξουν τον δρόμο στις μεταρρυθμίσεις Σρέντερ. Ξεκινώντας από την Ανατολή, όπου τα συνθήματα αναφέρονταν ξεκάθαρα στις «διαδηλώσεις της Δευτέρας» του φθινοπώρου 1989 κατά της εξουσίας, το κίνημα διαδόθηκε γρήγορα στη Δύση, εκπλήσσοντας τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που λίγη διάθεση είχαν να ακολουθήσουν.  «Τα συνδικάτα δίστασαν πολύ, παραδέχεται ο κ. Ralf Krämer, ομοσπονδιακός γραμματέας της Ver.di σε οικονομικά θέματα.  Η θέση τους ήταν ιδιαίτερα αμφίσημη, πολύ περισσότερο που δυο εκπρόσωποί τους είχαν συμμετάσχει στην επιτροπή Χαρτζ, ο ένας από το DGB [Γερμανική Συνομοσπονδία των Συνδικάτων], κι ο άλλος από μας. »  Πέραν των δυο συνδικαλιστών, η επιτροπή Χαρτζ περιλάμβανε δυο αιρετούς, δυο πανεπιστημιακούς, έναν ανώτατο δημόσιο υπάλληλο και επτά « top managers », εκ των οποίων αυτούς της Deutsche Bank, του ομίλου χημικών BASF και του γραφείου συμβούλων McKinsey.  «Το συνδικαλιστικό κίνημα στην Γερμανία είναι παραδοσιακά κοντά στο SPD, συνεχίζει ο κ. Krämer.  Προφανώς, οι μεταρρυθμίσεις Σρέντερ δεν μπόρεσαν αν επιβληθούν παρά μόνον επειδή η κυβέρνηση ήταν σοσιαλδημοκράτες. Αλλιώς, η αντίσταση θα ήταν πολύ εντονότερη.
Το Νοέμβρη του 2003, προς γενική έκπληξη, μια διαδήλωση που οργανώθηκε από τα συνδικάτα συγκεντρώνει εκατό χιλιάδες κόσμου, στο Βερολίνο.  «Πολλοί συνδικαλιστές ήταν παρόντες, όπως κι εγώ, διότι στη Ver.di η βάση είχε αντιληφθεί ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν είχαν σαν στόχο τίποτε άλλο παρά να ευνοήσουν την αγορά των χαμηλών μισθών, συνεχίζει ο κ. Krämer.  Αλλά, η διεύθυνση του DGB καθυστέρησε. » Πέντε μήνες αργότερα, νέες διαδηλώσει σε Βερολίνο, Στουτγάρδη και Κολωνία κατεβάζουν στον δρόμο μισό εκατομμύριο κόσμο: ποτέ δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο η χώρα από την μεταπολεμική εποχή. Αυτήν την φορά, οι επικεφαλής των συνδικάτων βρίσκονται επικεφαλής των διαδηλώσεων.  «Θα μπορούσαμε να είχαμε κερδίσει αν είχε συνεχιστεί η δυναμική, λέει λυπημένος ο κ. Krämer.  Αλλά, το DGB φοβήθηκε πως θα χάσει τον έλεγχο κι απέφυγε να καλέσει σε άλλες κινητοποιήσεις. Οι “διαδηλώσεις της Δευτέρας ” βρέθηκαν απομονωμένες και το κίνημα έσβησε. Χάσαμε μιαν ιστορική ευκαιρία. Πρέπει να πούμε πως η αντιπαράθεση δεν είναι μέρος της γερμανικής συνδικαλιστικής κουλτούρας. Δεν συνηθίζουμε να αμφισβητούμε τις αποφάσεις μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, αν και, προσωπικά, μετανιώνω γι’αυτό.»
Περιέργως, η αποτυχία αυτή δεν έκανε τα συνδικάτα να σκεφτούν πώς θ’αλλάξουν στρατηγική. Ούτε στη Ver.di ούτε στο DGB — του οποίου η Ver.di είναι μέλος, αλλά όπου τα συνδικάτα του μεταλλουργικού και του χημικού τομέα είναι σε θέση ισχύος — οι ηγέτες δεν θεώρησαν χρήσιμο ν’ανοίξουν συζήτηση σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα των «πολιτικών» απεργιών, αυτήν την παραξενιά του γερμανικού δικαίου που απαγορεύει στα συνδικάτα να καλέσουν σε απεργία κατά των νόμων που θεωρούνται αρνητικοί για τα συμφέροντα των μισθωτών. «Γενική απεργία »; Η έκφραση κάνει να ανασηκωθούν τα φρύδια του κ. Mehrdad Payandeh, μέλους της ομοσπονδιακής διευθύνουσας επιτροπής του DGB, επί οικονομικών θεμάτων.  «Για μας, μια απεργία έχει νόημα μόνον αν αποτύχουμε να διαπραγματευθούμε αυξήσεις μισθών στους τομείς όπου εκπροσωπούμαστε. Αυτό συμβαίνει σπάνια. Η νομιμότητά μας, είναι τα μέλη μας, όχι ο δρόμος. Δεν είμαστε σαν αυτές τις χώρες του Νότου όπου κάνουν απεργία για το τίποτα!»
Πολυλογάς και θερμός, ο κ. Payandeh ενσαρκώνει αρκετά καλά την συνδικαλιστική κουλτούρα που περιέγραψε ο κ. Krämer. Ο άνθρωπος του DGB δίνει περισσότερη προσοχή στα αφεντικά που γνωρίζει και των οποίων επαινεί την «ικανότητα συνεργασίας με τα συνδικάτα», παρά στους ανέργους του Χαρτζ 4 ή στους σκλάβους της πρόσκαιρης εργασίας, που τους τοποθετεί εκτός της περιμέτρου του.  «Και βέβαια είμαι κατά των ποινών Χαρτζ 4 και κατά της φτώχειας, διαμαρτύρεται.  Αλλά, οι νόμοι που ψηφίζονται από το Bundestag δεν είναι της αρμοδιότητάς μας. Για μας, ο στόχος είναι να υπερασπιζόμαστε τους μισθωτούς μας, στις κλαδικές συμφωνίες.»  Όμως, τέτοιου είδους συμφωνίες υπάρχουν μόνο στους κλάδους της μεταλλουργίας και της χημείας. Στη σκιά τους, η παντοδύναμη βιομηχανία των υπηρεσιών απορροφώ εργατικά δύναμη όλο και περισσότερο για αγγαρείες κι όλο και λιγότερο προστατευμένα.
Όμως, οι μάχες κατά των νόμων Χαρτζ άφησαν βαθειά ίχνη στην χώρα. Αφαίρεσαν σημαντική δύναμη από το SPD, το οποίο παραπατάει ακόμη μετά την αιμορραγία περίπου 200.000 μελών που έφυγαν, από το 2003. Αλλά, αναδιαμόρφωσαν και το πολιτικό τοπίο, ωθώντας ένα μέρος των αντιφρονούντων του κόμματος του Σρέντερ να ενωθούν, το 2005, με τους νεοκομμουνιστές του Κόμματος του δημοκρατικού σοσιαλισμού (PDS) για να δημιουργήσουν το Die Linke (Η Αριστερά), που είναι σήμερα ο μόνο σχηματισμός στο Bundestag που μιλά υπέρ της κατάργησης των νόμων Χαρτζ. Σφυρηλάτησαν επίσης ένα ευρύ δίκτυο ομάδων ανέργων αποφασισμένων να ακουστούν μέσα από δράσεις αλληλοβοήθειας και αυτοάμυνας — όπως η συλλογικότητα Basta, με βάση στη λαϊκή συνοικία Wedding, στο Βερολίνο, που οργανώνει τακτικά δυναμικές επισκέψεις στα Jobcenters της πρωτεύουσας.
«Για μας, η Γαλλία ήταν παράδειγμα»
Ενώ, στην Γαλλία, αναρωτιόμαστε σχετικά με την δυνατότητα να αντιταχθούμε στους μεταρρυθμιστικούς ενθουσιασμούς του κ. Μακρόν, πολλοί γερμανοί συνδικαλιστές κρατούν την ανάσα τους.  «Οι μεταρρυθμίσεις Μακρόν μας ανησυχούν ιδιαίτερα, διότι κινδυνεύουν να τραβήξουν τους μισθούς προς τα κάτω και να επηρεάσουν τα πράγματα και σε μας», λέει ο κ. Dierk Hirschel, ένα από τα ηγετικά στελέχη της Ver.di «Για μας, η Γαλλία ήταν παράδειγμα σε πολλά θέματα, προσθέτει ο συνάδελφός του Ralf Krämer.  Η σημερινές εξελίξεις μας φαίνονται τραγικές. Ελπίζουμε τα γαλλικά συνδικάτα να μην επαναλάβουν τα λάθη μας και να μπορέσουν να επιδείξουν περισσότερη επιθετικότητα απ’ ό,τι εμείς.»
Ο Olivier Cyran είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας, μαζί με τον Julien Brygo, του Boulots de merde ! Du cireur au trader, enquête sur l’utilité et la nuisance sociales des métiers, (Κωλοδουλειές, Από τον λούστρο στον trader, έρευνα περί της κοινωνικής χρησιμότητας και βλαβερότητας των επαγγελμάτων), εκδ. La Découverte, Παρίσι, 2016.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε εδώ, στα γαλλικά. Μετάφραση δική μου(https://kristina1963.wordpress.com/)

Σχόλια